- μεταλλουργείων
- μεταλλουργεῖονmineneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσητήρας — ο / φυσητήρ, ῆρος, ΝΑ 1. το φυσερό 2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό νεοελλ. 1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου… … Dictionary of Greek
Νέγρης, Φωκίων — (Κωνσταντινούπολη 1846 – Αθήνα 1928). Επιστήμονας και πολιτικός. Γιος του Κωνσταντίνου Νέγρη, καθηγητή των Μαθηματικών στο πανεπιστήμιο Αθηνών, μεγάλωσε στο Παρίσι, όπου και σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή και στη μαθηματική σχολή της Σορβόνης.… … Dictionary of Greek